ΠΩΣ Η ΡΩΜΙΑ ΕΓΙΝΕ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Του Μιλτιάδη Κωστάκου, Φιλόλογου.
Του Μιλτιάδη Κωστάκου, Φιλόλογου.
<< Ανάθεμα τα γράμματα
και κείνους που τα βρήκαν
μας τυραννούν και τίποτε
όρθιο δεν αφήκαν >>.
Τη μακάρια εποχή του ’40 και του ’50, τότε που η πολλή γνώση δεν είχε χαλάσει τον άνθρωπο, όλα κυλούσαν στο φυσικό τους ρυθμό. Ζώα και άνθρωποι δεν παράλλαζαν και πολύ στον τρόπο που ζούσαν και δεν πολυσκοτίζονταν για την Προπαίδεια και την Αλφαβήτα.
Τους έφτανε που ήξεραν, δηλ. οι άνθρωπο κι όχι τα ζώα να εξηγούμαστε, πως ένα κι ένα κάνουν δύο και για τα άλλα δεν έβαζαν μπελά στο κεφάλι τους. Παίζαμε, να πούμε, εμείς τα παιδιά στο Κοτέτσι μπάλα, φωνάζαμε, μαλώναμε και παραδίπλα ο γαϊδαράκος τέντωνε λαίμαργα το λαιμό του στους φράχτες να σώσει κανένα βάτο τρυφερό, χωρίς να φοβάται τα οδοντωτά σαν σε ψαροκόκαλο αγκαθάκια, μήπως και του πληγώσουν το στόμα του. Από τέτοια δε σκάμπαζε κι ούτε σκαμπάζει το γένος των γαϊδάρων από καταβολής κόσμου. Και δεν ήταν πράγμα ασυνήθιστο το παιγνίδι να το διακόψει κάποιος αδέσποτος περαστικός σκύλος, που έτσι του κάπνισε να κάνει μια τσάρκα μέσα στο γήπεδο. Ακριβώς όπως και σήμερα που βλέπουμε στην τηλεόραση την ώρα του παιγνιδιού να εισβάλλει στον αγωνιστικό χώρο κάποιος συμπαθέστατος σκυλαράκος κι όλοι τότε να τον κυνηγούν κι αυτός όλο να τους ξεφεύγει πότε από δω και πότε από κει, να διακόπτεται ο αγώνας προς τέρψη των θεατών στο γήπεδο αλλά και των τηλεθεατών. Συμβαίνουν και σήμερα τέτοια πράγματα, πόσο μάλλον σε κείνες τις εποχές που άνθρωποι και ζώα είχαν ίσα περίπου δικαιώματα στους ζωτικούς χώρους. Τέλος πάντων, κοντεύουμε να ξεφύγουμε από το θέμα μας.
Λέγαμε λοιπόν, για το φυσικό τρόπο ζωής τα παλιά εκείνα χρόνια. Αντίκρυ σ αυτόν τον τρόπο, πεισματικά, στεκόταν το Σχολείο κι αντιπάλευε πασχίζοντας να μας βγάλει, λέει από την αμάθεια και τον πρωτογονισμό της απλοϊκής ζωής. Όργανο εκτελεστικό σ αυτήν την προσπάθεια ήταν ο δάσκαλός μας. Αυτός είχε αναλάβει την αποστολή να μας βγάλει από τη βαρβαρότητα της φυσικής ζωής στην πλατιά λεωφόρο της Γνώσης και της Προόδου με τους ανοιχτούς, λέει, ορίζοντες. Σ αυτό συμφωνούσαν και συνέδραμαν με ζήλο γονείς και Πολιτεία. Με λίγα λόγια όλοι τους είχαν βαλθεί να μας αλλάξουν τα …φώτα. Τώρα, κατά πόσο είχαν δίκιο, αυτό είναι μια άλλη ιστορία που σηκώνει πολλή κουβέντα.
Έλεγε το μάθημα ο δάσκαλος, ο συχωρεμένος ο Γιώργος Κακάβας, και προσπαθούσε φιλότιμα να εμφυτεύσει στα παιδιά τη γνώση στο μυαλό τους. Αλλά ποιος τον άκουγε. Αν εξαιρέσουμε τους μαθητές στα πρώτα θρανία, οι υπόλοιποι ζούσαν με το δικό τους τρόπο το μάθημα στριφογυρίζοντας, κρυφομιλώντας και κρυφοκοιτάζοντας διαρκώς έξω κι αδημονώντας πότε να χτυπήσει το κουδούνι διάλειμμα.
Ας μην υποθέσει κανείς πως τα παιδιά τότε υστερούσαν σε ευφυΐα από τα σημερινά. Το αντίθετο, θα έλεγα Η παλιά ζωή είχε το δικό της τρόπο να διδάξει και να νουθετήσει. Η Φύση αποτελούσε το Μεγάλο Σχολείο και η Ανάγκη ο καλύτερος δάσκαλος . Οι γνώσεις δίνονταν σοφά και αβίαστα. Άλλο η θεωρητική γνώση στο Σχολείο. Εκεί τα παιδιά δεν έστεργαν, καθώς ήταν υποχρεωμένα να φοιτούν το μεγαλύτερο διάστημα της ημέρας μέσα σε τέσσερις τοίχους.
- Αχ κι αυτή η Αριθμητική
σου σκίζει το κεφάλι
όσο να πεις κουκί
Εδώ που τα λέμε, αν δεν υπήρχε και η πειθώ της ξύλινης βέργας στις παλάμες μας κανένας τότε δε θα μάθαινε γράμματα. Ατακτούσες, δεν ήξερες μάθημα, μερικές ξυλιές από τη βέργα σ έβαζαν το δίχως άλλο στη θέση και σε υποχρέωναν να διαβάσεις θέλοντας και μη.
Την εποχή που μιλάμε στο Δημοτικό Σχολείο Παλαιάς Φιλιππιάδας ήταν μαθητές ο Χριστόφορος Λάππας, μακαρίτης τώρα, και ο Κώστα Γέροντας, συνταξιούχος ταξιτζής, σήμερα. Ξέρετε ο Κώστας ήταν αετός σε όλα, εκτός από τα γράμματα. Ήταν πρώτος στο κολύμπι, στα παιγνίδια, στο κυνήγι, στο ψάρεμα. Ως και λαγό είχε χτυπήσει με το λάστιχο, τη σφεντόνα, τότε. Όπως ήταν επόμενο τόση δραστηριότητα στη φύση δε συμβιβαζόταν με τα γράμματα. Αλλά και ποιος συμπαθούσε τότε τα γράμματα. Όλοι τα αποστρεφόμασταν, όπως το σαπούνι. Όσο και αν μας έλεγαν γονείς και δάσκαλοι πως το σαπούνι είναι υγιεινό και πως όποιος το χρησιμοποιεί είναι πολιτισμένος, εμείς τα παιδιά το αποφεύγαμε συστηματικά, γιατί εκτός των άλλων μας έτσουζε στα μάτια, οσάκις πλενόμασταν μ’ αυτό.
Ο Χριστόφορος ο Λάππας από την άλλη ήταν πειραχτήρι, όπως θυμούνται όλοι όσοι τον γνώρισαν. Ήταν από τους τύπους που διαρκώς σκάρωναν φάρσες στους άλλους. Είχε αυτό το χάρισμα. Μιλάμε πάντα για αθώες φάρσες.
Σε κάποια στιγμή, λοιπόν, την ώρα του μαθήματος, Γεωγραφία έκαναν, ο δάσκαλος ρωτάει τον Κώστα Γέροντα :
_ - Για πες μας, Κώτσιο, ποιά είναι η πρωτεύουσα της Ελλάδας;
Τα 'χασε ο μαθητής. Καλά - καλά δεν άκουσε την ερώτηση, είχε αλλού τον νου του. Έμεινε να κοιτάει το δάσκαλο γεμάτος ταραχή και αμηχανία. Τότε ήταν που από πίσω του ακριβώς ο Χριστόφορος του σφύριξε.
_ - Η Ρωμιά, η Ρωμιά…
Για όσους τυχόν δεν ξέρουν, η Ρωμιά είναι ένας μικρός συνοικισμός δίπλα από τη Φιλιππιάδα με λιγοστούς κατοίκους. Ο Κώστας νόμισε πως βρήκε σωσίβιο. Κι έδωσε την…ιστορική απάντηση:
- Η Ρωμιά, κύριε.
Σίγουρα, αγαπητέ αναγνώστη, γελάς με το πάθημα του μαθητή. Αν ψάξεις στο βάθος, το γέλιο βγαίνει, γιατί βιώνεις την ιστοριούλα αυτή στο βαθμό που ταυτίζεσαι με τους ήρωες. Γιατί, κακά τα ψέματα. Όλοι έχουμε να θυμούμαστε παρόμοιες φάρσες από τη φοίτησή μας στο Δημοτικό Σχολείο. Πόσες φορές δεν ήμασταν θύματα οι ίδιοι. Αλλά γελάμε.
Είπαμε. Έτσι γελαστές και ευχάριστες είναι οι ιστοριούλες του παλιού καιρού. Έχουν μπόλικο αλάτι και πιπέρι που πολλές φορές μας κάνουν, εκεί που γελούμε με την καρδιά μας, ταυτόχρονα να δακρύζουμε κιόλας. Είναι εκείνα τα γλυκόπικρα δάκρυα που αθέλητά μας ανεβαίνουν στα μάτια, όταν μιλάμε για τα παιδικά μας χρόνια και την αξεδίψαστη νιότη μας.
Αλλά ας μη μελαγχολούμε…΄
Και για την ιστορία:
Έτσι η Ρωμιά έγινε η πρωτεύουσα της Ελλάδας.
Πηγή: Περιοδικό << Η ΦΙΛΙΠΠΙΑΔΑ >>. Αρ. Φυλλου 8. Απρίλιος-Ιούνιος 2002
Τη μακάρια εποχή του ’40 και του ’50, τότε που η πολλή γνώση δεν είχε χαλάσει τον άνθρωπο, όλα κυλούσαν στο φυσικό τους ρυθμό. Ζώα και άνθρωποι δεν παράλλαζαν και πολύ στον τρόπο που ζούσαν και δεν πολυσκοτίζονταν για την Προπαίδεια και την Αλφαβήτα.
Τους έφτανε που ήξεραν, δηλ. οι άνθρωπο κι όχι τα ζώα να εξηγούμαστε, πως ένα κι ένα κάνουν δύο και για τα άλλα δεν έβαζαν μπελά στο κεφάλι τους. Παίζαμε, να πούμε, εμείς τα παιδιά στο Κοτέτσι μπάλα, φωνάζαμε, μαλώναμε και παραδίπλα ο γαϊδαράκος τέντωνε λαίμαργα το λαιμό του στους φράχτες να σώσει κανένα βάτο τρυφερό, χωρίς να φοβάται τα οδοντωτά σαν σε ψαροκόκαλο αγκαθάκια, μήπως και του πληγώσουν το στόμα του. Από τέτοια δε σκάμπαζε κι ούτε σκαμπάζει το γένος των γαϊδάρων από καταβολής κόσμου. Και δεν ήταν πράγμα ασυνήθιστο το παιγνίδι να το διακόψει κάποιος αδέσποτος περαστικός σκύλος, που έτσι του κάπνισε να κάνει μια τσάρκα μέσα στο γήπεδο. Ακριβώς όπως και σήμερα που βλέπουμε στην τηλεόραση την ώρα του παιγνιδιού να εισβάλλει στον αγωνιστικό χώρο κάποιος συμπαθέστατος σκυλαράκος κι όλοι τότε να τον κυνηγούν κι αυτός όλο να τους ξεφεύγει πότε από δω και πότε από κει, να διακόπτεται ο αγώνας προς τέρψη των θεατών στο γήπεδο αλλά και των τηλεθεατών. Συμβαίνουν και σήμερα τέτοια πράγματα, πόσο μάλλον σε κείνες τις εποχές που άνθρωποι και ζώα είχαν ίσα περίπου δικαιώματα στους ζωτικούς χώρους. Τέλος πάντων, κοντεύουμε να ξεφύγουμε από το θέμα μας.
Λέγαμε λοιπόν, για το φυσικό τρόπο ζωής τα παλιά εκείνα χρόνια. Αντίκρυ σ αυτόν τον τρόπο, πεισματικά, στεκόταν το Σχολείο κι αντιπάλευε πασχίζοντας να μας βγάλει, λέει από την αμάθεια και τον πρωτογονισμό της απλοϊκής ζωής. Όργανο εκτελεστικό σ αυτήν την προσπάθεια ήταν ο δάσκαλός μας. Αυτός είχε αναλάβει την αποστολή να μας βγάλει από τη βαρβαρότητα της φυσικής ζωής στην πλατιά λεωφόρο της Γνώσης και της Προόδου με τους ανοιχτούς, λέει, ορίζοντες. Σ αυτό συμφωνούσαν και συνέδραμαν με ζήλο γονείς και Πολιτεία. Με λίγα λόγια όλοι τους είχαν βαλθεί να μας αλλάξουν τα …φώτα. Τώρα, κατά πόσο είχαν δίκιο, αυτό είναι μια άλλη ιστορία που σηκώνει πολλή κουβέντα.
Έλεγε το μάθημα ο δάσκαλος, ο συχωρεμένος ο Γιώργος Κακάβας, και προσπαθούσε φιλότιμα να εμφυτεύσει στα παιδιά τη γνώση στο μυαλό τους. Αλλά ποιος τον άκουγε. Αν εξαιρέσουμε τους μαθητές στα πρώτα θρανία, οι υπόλοιποι ζούσαν με το δικό τους τρόπο το μάθημα στριφογυρίζοντας, κρυφομιλώντας και κρυφοκοιτάζοντας διαρκώς έξω κι αδημονώντας πότε να χτυπήσει το κουδούνι διάλειμμα.
Ας μην υποθέσει κανείς πως τα παιδιά τότε υστερούσαν σε ευφυΐα από τα σημερινά. Το αντίθετο, θα έλεγα Η παλιά ζωή είχε το δικό της τρόπο να διδάξει και να νουθετήσει. Η Φύση αποτελούσε το Μεγάλο Σχολείο και η Ανάγκη ο καλύτερος δάσκαλος . Οι γνώσεις δίνονταν σοφά και αβίαστα. Άλλο η θεωρητική γνώση στο Σχολείο. Εκεί τα παιδιά δεν έστεργαν, καθώς ήταν υποχρεωμένα να φοιτούν το μεγαλύτερο διάστημα της ημέρας μέσα σε τέσσερις τοίχους.
- Αχ κι αυτή η Αριθμητική
σου σκίζει το κεφάλι
όσο να πεις κουκί
Εδώ που τα λέμε, αν δεν υπήρχε και η πειθώ της ξύλινης βέργας στις παλάμες μας κανένας τότε δε θα μάθαινε γράμματα. Ατακτούσες, δεν ήξερες μάθημα, μερικές ξυλιές από τη βέργα σ έβαζαν το δίχως άλλο στη θέση και σε υποχρέωναν να διαβάσεις θέλοντας και μη.
Την εποχή που μιλάμε στο Δημοτικό Σχολείο Παλαιάς Φιλιππιάδας ήταν μαθητές ο Χριστόφορος Λάππας, μακαρίτης τώρα, και ο Κώστα Γέροντας, συνταξιούχος ταξιτζής, σήμερα. Ξέρετε ο Κώστας ήταν αετός σε όλα, εκτός από τα γράμματα. Ήταν πρώτος στο κολύμπι, στα παιγνίδια, στο κυνήγι, στο ψάρεμα. Ως και λαγό είχε χτυπήσει με το λάστιχο, τη σφεντόνα, τότε. Όπως ήταν επόμενο τόση δραστηριότητα στη φύση δε συμβιβαζόταν με τα γράμματα. Αλλά και ποιος συμπαθούσε τότε τα γράμματα. Όλοι τα αποστρεφόμασταν, όπως το σαπούνι. Όσο και αν μας έλεγαν γονείς και δάσκαλοι πως το σαπούνι είναι υγιεινό και πως όποιος το χρησιμοποιεί είναι πολιτισμένος, εμείς τα παιδιά το αποφεύγαμε συστηματικά, γιατί εκτός των άλλων μας έτσουζε στα μάτια, οσάκις πλενόμασταν μ’ αυτό.
Ο Χριστόφορος ο Λάππας από την άλλη ήταν πειραχτήρι, όπως θυμούνται όλοι όσοι τον γνώρισαν. Ήταν από τους τύπους που διαρκώς σκάρωναν φάρσες στους άλλους. Είχε αυτό το χάρισμα. Μιλάμε πάντα για αθώες φάρσες.
Σε κάποια στιγμή, λοιπόν, την ώρα του μαθήματος, Γεωγραφία έκαναν, ο δάσκαλος ρωτάει τον Κώστα Γέροντα :
_ - Για πες μας, Κώτσιο, ποιά είναι η πρωτεύουσα της Ελλάδας;
Τα 'χασε ο μαθητής. Καλά - καλά δεν άκουσε την ερώτηση, είχε αλλού τον νου του. Έμεινε να κοιτάει το δάσκαλο γεμάτος ταραχή και αμηχανία. Τότε ήταν που από πίσω του ακριβώς ο Χριστόφορος του σφύριξε.
_ - Η Ρωμιά, η Ρωμιά…
Για όσους τυχόν δεν ξέρουν, η Ρωμιά είναι ένας μικρός συνοικισμός δίπλα από τη Φιλιππιάδα με λιγοστούς κατοίκους. Ο Κώστας νόμισε πως βρήκε σωσίβιο. Κι έδωσε την…ιστορική απάντηση:
- Η Ρωμιά, κύριε.
Σίγουρα, αγαπητέ αναγνώστη, γελάς με το πάθημα του μαθητή. Αν ψάξεις στο βάθος, το γέλιο βγαίνει, γιατί βιώνεις την ιστοριούλα αυτή στο βαθμό που ταυτίζεσαι με τους ήρωες. Γιατί, κακά τα ψέματα. Όλοι έχουμε να θυμούμαστε παρόμοιες φάρσες από τη φοίτησή μας στο Δημοτικό Σχολείο. Πόσες φορές δεν ήμασταν θύματα οι ίδιοι. Αλλά γελάμε.
Είπαμε. Έτσι γελαστές και ευχάριστες είναι οι ιστοριούλες του παλιού καιρού. Έχουν μπόλικο αλάτι και πιπέρι που πολλές φορές μας κάνουν, εκεί που γελούμε με την καρδιά μας, ταυτόχρονα να δακρύζουμε κιόλας. Είναι εκείνα τα γλυκόπικρα δάκρυα που αθέλητά μας ανεβαίνουν στα μάτια, όταν μιλάμε για τα παιδικά μας χρόνια και την αξεδίψαστη νιότη μας.
Αλλά ας μη μελαγχολούμε…΄
Και για την ιστορία:
Έτσι η Ρωμιά έγινε η πρωτεύουσα της Ελλάδας.
Πηγή: Περιοδικό << Η ΦΙΛΙΠΠΙΑΔΑ >>. Αρ. Φυλλου 8. Απρίλιος-Ιούνιος 2002
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου